- ἐμπριόεις
- ἐμπρῐόεις, εντος:A pungent, v.l. in Nic.Al.533, cf. Hsch. (-προιέντα cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπριόεις — ἐμπριόεις, εσσα, εν (Α) δηκτικός, δριμύς, αυτός που κόβει σαν πριόνι … Dictionary of Greek